- ὑγρόγονος
- ὑγρό-γονος, ον,A produced in the wet or in water, Nonn.D.14.145.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υγρόγονος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που γεννιέται μέσα στην υγρασία ή μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κακό γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τύπο παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
ὑγρογόνου — ὑγρόγονος produced in the wet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρογόνων — ὑγρόγονος produced in the wet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek